Ελεκτρα δε μια Αγαμεμνονος θυγατερων ( compl. partitivo ) Ορεστην τον αδελφον εξεκλεψεν και επετρεψεν Φωκει Στροφιω τρεφειν, ο δε ( pronome personale ) αυτον εξεθρεψεν μετα Πυλαδου παιδος ιδιου. Τελειωθεις ( participio congiunto rif. a " Ορεστης " ) δε Ορεστης εις Δελφους παρεγενετο και τον θεον ηρωτησεν // ει τους αυτοχειρας του πατρος μετελθοι. Του θεου επιτρεψαντος // , απερχομενος ( part. congiunto a " Ορεστης " ) εις Μυκηνας μετα του Πυλαδου λαθραιως τον τε Αιγιστον και την μητερα εκτεινε. Μετ᾿ ου πολυ μανια ( complem. causa efficiente ) κατασχεθεις ( partic. congiunto a " Ορεστης " ) υπο Ερινυων διωκομενος ( partic. congiunto a " Ορεστης " ) εις Αθηνας παρεγενετο. Εκει κριθεις ( partic. congiunto a "Ορεστης " ) εν Αρειω παγω // ισων γενομενων των ψηφων // απελυθη.
principali
infinito con valore finale
interrogativa indiretta
genitivi assoluti
εξεκλεψεν = indic. aor. 1° sigm. da εκκλεπτω
επετρεψεν = indic. aor. 1° sigm. da επιτρεπω
Τελειωθεις = partic. aor. passivo 1° nomin. mas sing da τελειοω
παρεγενετο = indic. aor. 2° da παραγιγνομαι
μετελθοι = ottativo aor. 2° "obliquo" da μετερχομαι
επιτρεψαντος = partic. aor. 1° gen. sing. da επιτρεπω
απερχομενος = partic. pres. da απερχομαι
εκτεινε = imperfetto / aoristo 1° asigmatico da κτεινω
κατασχεθεις = partic. aor. passivo 1° nomin. mas. sing da κατεχω
διωκομενος = partic. pres. med/pass. nom. sing. da διωκω
παρεγενετο = indic. aor. 2° da παραγιγνομαι
κριθεις = partic. aor. passivo 1° nomin. mas sing da κρινω
γενομενων = partic. aor. 2° genit. plur. da γιγνομαι
απελυθη = indic. aor. passivo 1°, 3^ pers. sing da απολυω
ciao Vale_punkrock