και οι μεν αθηναιοι
μετεχορησαν εκ των λογον ' οι δε μελιοι κατα σφας αυτους [
pron. riflessivo 3^ p. ] γενομενοι [
part. cong. ], //
ως εδοξεν αυτοις παραπλξσια και αντελεγον, //
απεκριναντο ταδε. <<ουτε αλλα
δοκει ημιν η απερ και το προτον [
comparativa relativa ] , ω αθηναιοι, ουτ' //
εν ολιγω χρονω πολεως επτακοσια ετη [ [color=#800000]compl. tempo contin. ] ηδη οικουμενης [/color] // την ελευθεριαν
αφαιρεσομεθα , αλλα τη τε μεχρι τουδε σωζουση [
part. attributivo ] τυχη [
dat. retto da πιστευοντες ] εκ του θειου αυτην και τη απο των ανθρωπων και λακεδαιμονιων τιμωρια [
dat. retto da πιστευοντες ] πιστευοντες [
part. congiunto ]
πειρασομεθα σωζεσθαι .
προκαλουμεθα δε υμας
φιλοι μεν ειναι , πολεμιοι δε μεδετεροις ,
και εκ της γης ημων αναχωρησαι σπονδας ποιησαμενους //
αιτινες [
relativo nom. femm. plur. da οστις ]
δοκουσιν επιτηδειοι ειναι αμφοτεροις>>.
principalitemporaligenitivo assolutoinfinitiverelativaμετεχορεσαν = 3^ p. pl. indicativo aoristo da μεταχωρεω
γενομενοι = part. aor. 2° nom. pl. da γιγνομαι
εδοξεν = aor. 1° 3. p. sing. da δοκεω
αντελεγον = indic. imperf. 3.p.pl. da αντιλεγω
απεκριναντο = indic. aor 1° asigm. 3.p.pl. da αποκρινομαι
οικουμενης = part. pres. genitivo sing da οικεω
αφαιρεσομεθα = fut. sigmat. 1. p. pl. da αφαιρεω
σωζουση = part. pres. dat. femm. sing. da σωζω
πιστευοντες = part. pres. nom. plur. da πιστευω
πειρασομεθα = indic. fut. sigmatico 1^.p.pl. da πειραω
ciao +chemical_girl+