Ανθροπος ἦν αει μέθυσος• ή γυνή, επει αὐτόν τῆς μεθες απαλλαττειν εθελε, νυκτωρ ποτε επ' ωμων αιρει μεθυσον και νεκρου δìκην αναìσθητον και επì τò πολύανδριον αποφερει• αυτοθι δε κατατιθησι και απερχεται. Ήνίκα δ'αυτόν ήδη ανανὴφειν στοχαζεται, προσερχεται και τήν θύραν κοπτει τοῦ πολυανδριου. Ο δ'ανθρωπος λεγει• "Τις τήν θύραν κοπτει;" Και ή γυνή• " Εγω τοῖς νεκροῖς τά σιτία κομιζω". Και ό ετερος•" Μή μοι εσθειν φερε, αλλα πινειν• λυπεῖς γάρ με τῷ μνημονευειν τοῦ βρωτου, αλλα μή τοῦ ποτου". Η δε στερνοτυπειται και λεγει• " Οἳμοι τῆς δυστηνου; ουδεν γάρ με ωνινατο ή σοφια; ου μονον γάρ ουκ επαιδευου , αλλα και ήδη σοι εξις ή μεθη εστί". Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ ταῖς κακαῖς πράξεσιν ἐγχρονίζειν. Ἔστι γὰρ ὅτε καὶ μὴ θέλοντι τῷ ἀνθρώπῳ τὸ ἔθος ἐπιτίθεται
ho tradotto personalmente questa versione ed ora la trovate sul nostro sito cliccando
/versioni-esopo/la-moglie-e-il-marito-ubriaco.htmlCiao Giada, questa versione è diversa da quella che avete in archivio. E' da tanto che non mi faccio sentire, sono stato malato; ora sto un po' molto meglio.