Il contadino e la fortuna - Ellenisti

Ellenisti 1 pagina 117 numero 20

Γεωργος σκαπτει και χρυσιω περιτυγχανει. Καθ'εκαστην την ημεραν ουν την Γην αυεργετην καλει. Τουτω δε η Τυχη εφισταται και λεγει· "Ω φιλε, τι τη Γη τα εμα δωρα προσανατιθης;. Ει γαρ προς ετερους γεωργου το χρυσιον ελθοι επισταμαι οτι τηνικαυτα εμε την Τυχην μεμφε". Ο Μυθος δηλοι οτι χρη τον ευεργετην επιγιγνωσκειν και τουτω χαριτας αποδιδοναι (da Esopo)

Un contadino zappa e trova dell'oro. Ogni giorno invoca la benefattrice la Terra. La Sorte (il Fato) gli si presenta e dice: "O amico perché tu dedichi i miei doni a Gea?" Se infatti l'oro dovesse giungere (giungesse) ad altri contadini, so che allora biasimi (biasimeresti) me, la Sorte. La favola dimostra che è necessario riconoscere il benefattore ed esprimere a questo gratitudine.

Verbi della versione con paradigma

σκαπτω =impf. ἔσκαπτον ‖ ft. σκάψω ‖ aor. ἔσκαψα ‖ pf. ἔσκαφα, m. p. ἔσκαμμαι ‖ aor. p. ἐσκάφην aor1 inf. σκαφθῆναι  ‖ ft. p. σκαφήσομαισκάπτω

περιτυγχάνω = περί + τυγχάνω =impf. ἐτύγχανον ‖ ft. m. τεύξομαι ‖ aor2. ἔτῠχον ‖ pf. τετύχηκα e τέτευχα e τέτυχα  (ἐπι)τέτευγμαι ‖ ppf. (ἐ)τετυχήκειν e ἐτετεύχειν ‖ aor. p. (ἐν)ετεύχθη

καλέω = impf. ἐκάλουν, m. p. ἐκαλούμην ‖ ft. καλῶ, poster. καλέσω, m. καλοῦμαι (anche p.) e καλέσομαι (spec. in compos.) ‖ aor. ἐκάλεσα, poster. ἐκάλησα, m. ἐκαλεσάμην ‖ pf. κέκληκα, m. p. κέκλημαι ‖ ppf. (ἐ)κεκλήκειν, m. p. (ἐ)κεκλήμην ‖ aor. p. ἐκλήθην ‖ ft. p. κληθήσομαι ‖ ftp. κεκλήσομαι[cf. umbro kăretu, ags. halōn]καλέω, contr.

ἐφίστημι =impf. ἐφίστην, m. ἐφιστάμην ‖ ft. ἐπιστήσω, m. ἐπιστήσομαι ‖ aor1. ἐπέστησα, m. ἐπεστησάμην ‖ aor3. ἐπέστην ‖ pf. ἐφέστηκα, poster. ἐφέστᾰκα | pt. ἐφεστηκώς, ἐφεστώς e ἐφεστακώς ‖ ppf. ἐφειστήκειν, ἐφεστήκειν e ἐφεστάκειν ‖ aor. p. ἐπεστάθην ‖ ft. p. ἐπισταθήσομαι. [ἐπί, ἵστημι]ἐφίστημι

προσανατίθημι impf. ἀνετίθην e ἀνετίθουν, m. ἀνετιθέμην ‖ ft. ἀναθήσω, m. ἀναθήσομαι ‖ aor. ἀνέθηκα, m. ἀνεθέμην ‖ pf. ἀνατέθεικα, m. p. ἀνατέθειμαι ‖ aor. p. ἀνετέθην ‖ ft. p. ἀνατεθήσομαι[ἀνά, τίθημι]ἀνατίθημι

ἐπίστᾰμαι = impf. ἠπιστάμην ‖ ft. ἐπιστήσομαι ‖ aor. p. ἠπιστήθην (sign. m.)[ἐπί, ἵσταμαι]ἐπίστᾰμαι

ελθοι = mediopassivo aoristo b ottativo singolare terza da
ἔρχομαι impf. ἠρχόμην ‖ ft. ἐλεύσομαι ‖ aor2. ἦλθον ‖ aor1. poster. ἤλῠθα e ἦλθα ‖ pf. ἐλήλῠθα ‖ ppf. ἐληλύθειν.

impf. ἀπεδίδουν, m. p. ἀπεδιδόμην ‖ ft. ἀποδώσω, m. ἀποδώσομαι ‖ aor. ἀπέδωσα, pl. ἀπέδομεν ἀπέδοτε ἀπέδοσαν e poster. ἀπεδώκαμεν ἀπεδώκατε ἀπέδωκαν, m. ἀπεδόμην ‖ pf. ἀποδέδωκα, m. p. ἀποδέδομαι ‖ ppf. ἀπεδεδώκειν, m. p. ἀπεδεδόμην ‖ aor. p. ἀπεδόθην | pt. ἀποδοθείς ‖ ft. p. ἀποδοθήσομαι[ἀπό, δίδωμι]ἀποδίδωμι

δηλόω, m.p. δηλοῦμαι ‖ impf. ἐδήλουν, m. p. ἐδηλούμην ‖ ft. δηλώσω, m. δηλώσομαι ‖ aor. ἐδήλωσα, m. ἐδηλωσάμην  ‖ pf. δεδήλωκα, m. p. δεδήλωμαι ‖ ppf. (ἐ)δεδηλώκειν, m. p. (ἐ)δεδηλώμην ‖ aor. p. ἐδηλώθην ‖ ft. p. δηλωθήσομαι ‖ ftp. δεδηλώσομαι[δῆλος]δηλόω, contr.

ἀποδίδωμι = impf. ἀπεδίδουν, m. p. ἀπεδιδόμην ‖ ft. ἀποδώσω, m. ἀποδώσομαι ‖ aor. ἀπέδωσα, pl. ἀπέδομεν ἀπέδοτε ἀπέδοσαν e poster. ἀπεδώκαμεν ἀπεδώκατε ἀπέδωκαν, m. ἀπεδόμην ‖ pf. ἀποδέδωκα, m. p. ἀποδέδομαι ‖ ppf. ἀπεδεδώκειν, m. p. ἀπεδεδόμην ‖ aor. p. ἀπεδόθην | pt. ἀποδοθείς ‖ ft. p. ἀποδοθήσομαι[ἀπό, δίδωμι]ἀποδίδωμι

Copyright © 2007-2024 SkuolaSprint.it di Anna Maria Di Leo P.I.11973461004 | Tutti i diritti riservati - Vietata ogni riproduzione, anche parziale
web-site powered by many open source software and original software by Jan Janikowski 2010-2024 ©.
All trademarks, components, sourcecode and copyrights are owned by their respective owners.

release check: 2024-03-12 19:49:51 - flow version _RPTC_G1.3