da poverame » 3 ago 2016, 18:29
Ή δέ Αίολίς ήν μεν Φαρ να βάζου, έσατράπευε δ' αΰτώτής χώρας, έως μέν έζη, Ζήνις Δαρδανεΰς· επειδή δέ Ζήνις νόσω απέθανε παρασκευαζομένου του Φαρναβάζου άλλω έγχειρίζε ιν τήν σατραπείαν, Μανία ή του Ζήνιος γυνή, Δαρδανις και αυτή, στρατιάν ήγειρε και δώρα ελάμβανε, ώστε χαρίζεσθαι και Φαρναβάζω αΰτώ και παλλακίσι αΰτοΰ και τοις δυναμένοις μάλιστα παρά Φαρναβάζω, και έπορεΰετο. Έπει ήρχετο εις λόγους εΐπεν· «Ω Φαρνάβαζε, ό άνήρ ό έμός και ταλλα φίλος σοι ήν και τους φόρους ύπετέλει, ώστε συ έπαινών αυτόν έτίμας. 'Εάν οΰν έγώ σοι μηδέν χείρον αΰτοΰ υπηρετώ, τί δει σε άποδεικνΰειν άλλον σατράπην; έάν δέ σοι μή αρέσκω, επί σοι δήπου έσται άλλω έγχειρίζειν τήν αρχήν». 'Ως ήκουε τον λόγον, ό Φαρνάβαζος έγίγνωσκε δέΐν τήν γυναίκα σατραπεΰειν. Ή δ' έπεί κυρία τής χώρας έγίγνετο, τους τε φόρους ουδέν ήττον τάνδρός ΰπετέλει και προς τούτοις, οπότε άφικνόίτο προς Φαρνάβαζον, άεί ήγε δώρα αΰτώ, και οπότε Φαρνάβαζος είς τήν χώραν καταβαίνοι, πολΰ πάντων των ύπαρχων κάλλιστα και ήδιστα έδέχετο αυτόν.